Τουρισμός vs αγροδιατροφή: Μελέτη για τη γεφύρωση του χάσματος
Μελέτη της διαΝΕΟσις για τη διασύνδεση του τουρισμού και της αγροδιατροφής που δεν έχει ευδοκιμήσει, σε επιθυμητό βαθμό, στην Ελλάδα.
Η μελέτη εξετάζει τους λόγους για τους οποίους η διασύνδεση μεταξύ του κλάδου του τουρισμού και του κλάδου της αγροδιατροφής δεν έχει ευδοκιμήσει στην Ελλάδα, τουλάχιστον στον επιθυμητό βαθμό.
Η διασύνδεση αυτή αφορά τόσο στο τουριστικό προϊόν της χώρας, όσο και στις εκφάνσεις του θεματικού τουρισμού,
Αυτές έχουν στον πυρήνα τους τα αγροδιατροφικά προϊόντα και την κουλτούρα της αγροδιατροφής, όπως ο γαστρονομικός τουρισμός και ο αγροτουρισμός.
Γεφύρωση του χάσματος.
Δεύτερος στόχος της μελέτης είναι να προτείνει τα βήματα εκείνα που γεφύρωναν το χάσμα μεταξύ των δύο κλάδων.
Στη δεύτερη ενότητα της μελέτης τα δευτερογενή στοιχεία για τον τουρισμό και την αγροδιατροφή.
Τα ευρήματα αναδεικνύουν τις δυνατότητες των δύο κλάδων, αλλά και τις βασικές τους αδυναμίες.
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό στο σύνολό του είναι θετικές, καθώς η χώρα μας είναι ανάμεσα στα πέντε ισχυρότερα τουριστικά brands διεθνώς.
Παρόλα αυτά, το ελληνικό τουριστικό προϊόν παραμένει μονοδιάστατο.
Σημειώνεται έντονη η χρονική και χωρική συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας, απειλούμενη ταυτόχρονα από τον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Κι ενώ ο τουρισμός αποτελεί παγκοσμίως έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους, με σημαντική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, το αποτύπωμά του συχνά διαταράσσει την περιβαλλοντική και κοινωνική ισορροπία των τουριστικών προορισμών.
Μια λύση στα ζητήματα αυτά μπορεί να προέλθει μέσα από την καλύτερη διασύνδεση του τουριστικού προϊόντος με άλλους κλάδους όπως η αγροδιατροφή.
Το φαγητό είναι άλλωστε αναπόσπαστο μέρος του τουρισμού, συμβάλλοντας στις εμπειρίες των τουριστών και επηρεάζοντας τις αποφάσεις τους.
Η φημισμένη μεσογειακή διατροφή.
Η ελληνική παραγωγή έχει τη φήμη για την υψηλή ποιοτική της στάθμη. Το μεγαλύτερο μέρος από τη μισή της αξία καλύπτουν οι τρεις κατηγορίες που συνδέονται με την υγιεινή διατροφή: τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο.
Οι ξένοι επισκέπτες εκτιμούν την ελληνική γαστρονομία.
Στην τρίτη ενότητα η προσοχή στρέφεται στις υφιστάμενες μελέτες σχετικά με τη διασύνδεση των δύο κλάδων.
Ως εκ τούτου, οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα για μια σειρά από λόγους, όπως η επιθυμία στήριξης της τοπικής κι εγχώριας οικονομίας, η καλύτερη ποιότητά τους και η συμμετοχή στην προώθησή τους.
Παράλληλα, κίνητρο για τους επιχειρηματίες του τουρισμού φαίνεται να αποτελεί και η ευκαιρία που δημιουργεί η προσφορά προϊόντων υψηλής ποιότητας για την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
Ωστόσο, οι ξενοδόχοι δεν τα επιλέγουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, λόγω μη κάλυψης της ζήτησης και της χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική.
Ο πρωτογενής τομέας.
Από τις μελέτες διασύνδεσης προκύπτει επίσης η σημαντική δυναμική του πρωτογενούς τομέα, κυρίως ως προς τα φρούτα και τα νωπά λαχανικά, αλλά και η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες του τουριστικού κλάδου, ειδικά ως προς την ποσότητα και την τυποποίηση πολλών προϊόντων.
Τα προϊόντα για τα οποία οι ξενοδόχοι αντιμετωπίζουν συχνά πλήρη έλλειψη είναι διάφορα ψάρια, τυριά, αλλαντικά, οινοπνευματώδη, κρέατα και λαχανικά.
Οι περιορισμένες ποσότητες παραγωγής οδηγούν τους επιχειρηματίες του τουρισμού να ορίζουν ευρύτερα το «τοπικό» για να συμπεριλάβουν προϊόντα από μια μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή.
Οι τουρίστες καταναλώνουν πολλά για τη διατροφή τους.
Οι εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος απορροφούν σημαντικό μερίδιο των δαπανών των επισκεπτών.
Οι νεότερες γενιές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος ως κρίσιμου παράγοντα στην απόφασή τους να διαλέξουν έναν προορισμό.
Μάλιστα, και οι «foodies» ως κατηγορία ταξιδιωτών, αναζητούν εξατομικευμένες υπηρεσίες με βάση τις ιδιαιτερότητές τους.
Μια εδραιωμένη γαστρονομική ταυτότητα φαίνεται να διευκολύνει τον στρατηγικό σχεδιασμό του γαστρονομικού τουρισμού μιας χώρας.
Ωστόσο στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει μια συγκεχυμένη αντίληψη στον προσδιορισμό της αμιγούς εθνικλης γαστρονομίας.
Τέλος, σε πολλές χώρες, Destination Management Organizations (DMOs) ηγούνται των στρατηγικών για τη διασύνδεση των κλάδων και την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού.
Η τέταρτη ενότητα εστιάζει στον γαστρονομικό τουρισμό.
Στην ενότητα αυτή εξετάστηκαν η διεθνής βιβλιογραφία, πλήθος εγχώριων μεταπτυχιακών διατριβών, καλές πρακτικές στο εξωτερικό και παραδείγματα τη χώρα μας.
Το φαγητό, λοιπόν, και οι γαστρονομικές εμπειρίες δεν επηρεάζουν απλά την ικανοποίηση που νιώθει ένας επισκέπτης.
Επηρεάζουν και την αίσθηση της ευημερίας, την πρόθεση να επισκεφθεί ξανά τον ίδιο προορισμό, ακόμη και την αίσθηση ότι έζησε μια αξέχαστη εμπειρία.
Ο γαστρονομικός τουρισμός διευκολύνει τη σύνδεση του αγροδιατροφικού κλάδου με το τουριστικό προϊόν μιας περιοχής ή χώρας.
Αρκεί τα στοιχεία του πρωτογενή τομέα να αξιοποιούνται κατάλληλα, η αγορά των επισκεπτών να τμηματοποιείται και έτσι επιτυγχάνεται η κατάλληλη στόχευση.
Ο αρνητικός αντίκτυπος, με αυτόν τον τρόπο μειώνεται και, τελικά, εξασφαλίζεται ότι “ο γαστρονομικός τουρισμός θα φέρνει ψωμί στο τραπέζι όλων”.
Ο γαστρονομικός τουρισμός περιλαμβάνει ειδικές εκδηλώσεις, όπως φεστιβάλ τροφίμων και ποτών, μαθήματα μαγειρικής, επισκέψεις σε αγροκτήματα, επισκέψεις σε αγορές παραγωγών, οινικές διαδρομές και βραδιές γευσιγνωσίας.
Όλα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στους τουρίστες να αλληλεπιδράσουν με το φαγητό ενός τόπου και τις ιστορίες ή τα σύμβολα που αντιπροσωπεύει.
Η χώρα μας είναι σε πλεονεκτική θέση.
Διαθέτει πολλά προγράμματα για τον γαστρονομικό τουρισμό, για παράδειγμα “Ελληνικό Πρωινό”, “Ελληνική Κουζίνα”, “Aegean Cuisine”, “κρητική κουζίνα”, “Δρόμοι του Κρασιού”, “Σήμα Επισκέψιμου Οινοποιείου”.
Κατέχει ένα σεβαστό μερίδιο στο σύνολο των ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ-ΠΓΕ) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σε όλη τη χώρα υπάρχουν επισκέψιμοι χώροι αλλά και εγκαταστάσεις που έχουν μετατραπεί σε μουσεία.
Παράλληλα, κάθε χρόνο διοργανώνονται τοπικές γιορτές τροφίμων και φεστιβάλ.
Έχει προχωρήσει η θεσμοθέτηση δικτυώσεων που υλοποιούν ολιστικά προγράμματα πολιτιστικού τουρισμού, όπως είναι η Πολιτιστική Διαδρομή “Οιδίπους” στη Στερεά Ελλάδα, με σημαντικές προεκτάσεις στο πεδίο της γαστρονομίας.
Τα μενού των εστιατορίων αποτελούν πεδίο ενίσχυσης της ποιότητας της παρεχόμενης γαστρονομικής εμπειρίας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των ονομασιών και των περιγραφών των εδεσμάτων και ως προς τη διαμόρφωση ενός κοινού αφηγήματος.
Η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που διευκολύνει και ενθαρρύνει την καινοτομία και τη δημιουργικότητα των τουριστικών επιχειρήσεων μπορεί να εμπλουτίσει το παρεχόμενο προϊόν.
Το ίδιο ισχύει και στη διασύνδεση τουρισμού και αγροδιατροφής με το οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων ενός προορισμού.
Η έμφαση στην εκπαίδευση της τοπικής γαστρονομικής ταυτότητα, η επανεφεύρεση τοπικών αγορών και η χρήση της γαστρονομίας ως μοχλού εξερεύνησης των πόλεων ενδυναμώνουν τον κλάδο της φιλοξενίας και προωθούν την τοπικότητα.
Η πέμπτη ενότητα καταγράφει τα αποτελέσματα της ποιοτικής έρευνας.
Για τον λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με παράγοντες του τουρισμού, της εστίασης και της αγροδιατροφής.
Οι επιχειρηματίες του κλάδου του τουρισμού συμφώνησαν ότι εντοπίζουν πλεονεκτήματα από την ένταξη εγχώριων και τοπικών προϊόντων στα μενού τους.
Αρκετοί παρατηρούν μια στροφή στις επιθυμίες των επισκεπτών υπέρ του παραδοσιακού, υγιεινού φαγητού.
Οι τουρίστες επιβραβεύουν ποιοτικές, ντόπιες επιλογές.
Μάλιστα, η μελέτη σημειώνει τη σύνδεση μεταξύ της επιβράβευσης της τοπικότητας και της παγκόσμιας στροφής στη βιωσιμότητα.
Σημειώθηκαν περιπτώσεις επιχειρήσεων με τον προσδιορισμό γαστρονομικοί προορισμοί, με καταγραφή εμπειριών στις τοπικές κουζίνες και προϊόντα, μια τάση σε αρχικό ακόμη στάδιο στην Ελλάδα.